- σκηρίπτω
- Α(επικ. τ.)1. στηρίζω, στυλώνω2. μπήγω, φυτεύω στέρεα («ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε», Απολλ. Ρόδ.)3. παθ. σκηρίπτομαιυποδαυλίζομαι («πῡρ σκηριπτόμενον ὀρθοῡται», Φίλ.)4. φρ. «σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε» — στηριζόμενος ωθεί με χέρια και πόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκηρίπτομαι (< *στηρίπτομαι ή *στηρίξασθαι με ευφωνική ανομοίωση) έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από το ρ. σκήπτομαι και τον αόρ. στηρίξασθαι τού στηρίζω*].
Dictionary of Greek. 2013.